Αγγλικός Τομέας Ελληνικός Τομέας Εταιρικό Προφίλ Η Φιλοσοφία μας Γνώμες Πελατών Επικοινωνία Email Εργασία Αρχική Σελίδα
Gift Registries Ταξιδιωτικοί Οδηγοί Πολιτισμός
Ταξίδια στο Εξωτερικό
Ελληνικά Νησιά
Προορισμοί
Πιο ΔημοφιλείςΌλη η Ελλάδα
Εύρεση Προορισμού
Εύρεση Ξενοδοχείου
Όνομα
Search
Πελοπόννησος | Αργολίδα | Άργος

Η Ιστορία του Άργους

Ιλιάδας Β
Κατάλογος των Καραβιών
Μετάφραση: Όλγα Κομνηνού-Κακριδή

Και εκείνοι που είχαν το Άργος και την περιτειχισμένη
Τύρινθα, την Ερμιόνη και την Ασίνη, που έχουν βαθύ κόλπο,
την Τροιζήνα και τις Ηιόνες και την Επίδαυρο με τα αμπέλια,
και ίσοι γιοί των Αχαιών είχαν την Αίγινα και την
Μάσητα, σ' αυτούς ήταν αρχηγοί ο βροντόφωνος Διομήδης
και ο Σθένελος, ο γιος του ένδοξου Καπανέα· μαζί μ' αυτούς
τρίτος πήγαινε ο Ευρύαλος, ο ισόθεος άντρας,
ο γιος του βασιλιά Μηκιστέα, του γιου του Ταλαού.
Σ' όλους μαζί αρχηγός ήταν ο βροντόφωνος Διομήδης,
και μαζί μ' αυτούς ακολουθούσαν ογδόντα μαύρα καράβια.

Το όνομά του το Άργος το πήρε από τον πρώτο βασιλιά του, τον Άργο, γιο του Δία και της πρώτης θνητής γυναίκας του, της Νιόβης.  Σύμφωνα με τους αρχαίους μύθους, ο Άργος ήταν ο πρώτος που δίδαξε στους Έλληνες την καλλιέργεια του σιταριού με σπόρο που έφερε από την Λιβύη.  Ο Όμηρος μας δίνει μια έμμεση απόδειξη, αποκαλώντας την Αργολική πεδιάδα Λιβυκή πεδιάδα.  Άλλη εκδοχή για την ετυμολογία του ονόματος είναι πως προέρχεται από τη ρίζα «ΑΡΓ», που σημαίνει φωτεινός, λαμπρός, απ’ όπου και ο Άργυρος.  Ήδη από τους Ομηρικούς χρόνους, το Άργος αποκαλείται «Βασίλειο του Διομήδη», και ήταν αυτός που οδήγησε τους στρατιώτες του στην Τροία με τα ογδόντα του πλοία.  Το Άργος της Εποχής του Χαλκού και του Ορείχαλκου (που λάθος λέγεται έτσι, Εποχή του Μπρούτζου έπρεπε να την αποκαλούμε, Ορείχαλκος ήταν αδύνατο να  χυτευθεί με τις τεχνολογικές γνώσεις της εποχής, αλλά οι καθαρευουσιάνοι ιστορικοί μας δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν λέξεις που θεωρούσαν «μαλλιαρές», και από μεταλλοτεχνία δεν είχαν ιδέα!) το Άργος λοιπόν της Μυκηναϊκής περιόδου, μαζί με την Τίρυνθα και, φυσικά, τις Μυκήνες, διαφέντευαν όλο τον κάμπο της Αργολίδας.  Εκείνα τα χρόνια, η πόλη είχε τόσο μεγάλη σπουδαιότητα, που ο  Όμηρος ονομάζει τους Πελοποννήσιους και πολλές φορές και όλους τους υπόλοιπους Έλληνες, Αργείους.

Από την αρχή των Αρχαϊκών Χρόνων (περίπου 800 π.Χ.) μέχρι και τους Κλασικούς το Άργος ήταν από τις πιο λαμπρές πόλεις-κράτη, μαζί με την Αθήνα, τη Σπάρτη και την Κόρινθο.  Στην αρχή του 5ου π.Χ. αιώνα η Σπάρτη εισέβαλε στην Αργολίδα και κατέλαβε την πόλη (Δείτε το κείμενο «Μία μέρα το 547 π.Χ.»).  Παρόλο που η πόλη δεν ήταν πια στρατιωτικά ισχυρή, οι Αργείοι συνέχισαν να παράγουν πολιτισμό.  Το Θέατρο της Επιδαύρου χτίστηκε από τον αρχιτέκτονα και γλύπτη Πολύκλειτο τον Νεώτερο από το Άργος.  Αλλά και ο Πολύκλειτος ο Πρεσβύτερος είχε ιδρύσει περίφημη σχολή Γλυπτικής.  Ένα από τα πιο εντυπωσιακά επιτεύγματα-μνημεία του Άργους της Ελληνιστικής εποχής ήταν το θέατρό του, σκαλισμένο στον βράχο της νοτιοδυτικής πλαγιάς της ακρόπολης της Λάρισσας, κολλητά στην Αγορά της πόλης.  Αργότερα, κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, έγιναν εκτεταμένες εργασίες συντήρησης και ανάπλασης του θεάτρου, του μεγαλύτερου στην Ελλάδα, (μεγαλύτερου και από αυτό της Επιδαύρου) ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στις σκηνικές απαιτήσεις της εποχής, και αυτό δείχνει μία συνέχεια στην πολιτιστική ζωή της πόλης.

Κατά την πρώτη χιλιετία μ.Χ. το Άργος ειδικά και η Αργολίδα γενικά πρέπει να μοιράστηκαν τις επιθέσεις, τη δήωση, το πλιάτσικο, την υποδούλωση, την ερήμωση και την εγκατάλειψη από τους κατοίκους τους με την υπόλοιπη Πελοπόννησο, καταστροφές που οφείλονταν στις συνεχείς επιθέσεις νομαδικών φύλων.  Μέχρι να σταματήσει αυτή η βίαια διείσδυση, υπήρξε αιτία συνεχούς αποσταθεροποίησης της κοινωνικής και οικονομικής δομής στην Πελοπόννησο και αλλού, παρά τις συνεχείς προσπάθειες της κεντρικής Βυζαντινής εξουσίας.  Ούτε λόγος για πολιτισμική πρόοδο, εκτός της ανέγερσης κάποιων εκκλησιών και Μονών.

Αργότερα, όταν η Δυτική Ευρώπη κήρυξε τον πόλεμο στον Μουσουλμανικό κόσμο και Σταυροφόροι ποικίλων προθέσεων πλημμύρησαν την Ανατολή, η Φράγκικη και, αργότερα, η Ενετική κατάκτηση της Ελλάδας και της υπόλοιπης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της Πόλης συμπεριλαμβανομένης, σήμαινε πως ο τόπος θα περνούσε από την δήωση και την υποταγή σε βαρβαρικά φύλα σε μια πιο καλά οργανωμένη φεουδαλιστική εκμετάλλευση.  Αυτό δεν έγινε δεκτό ευχάριστα από τους ντόπιους, μόνο που δεν είχαν δει τα χειρότερα, γιατί όταν η Φράγκικη ηγεμονία αντικαταστάθηκε από τον Ασιατικό Οθωμανικό Δεσποτισμό, ο τελευταίος αποδείχτηκε ασήκωτος.

Όταν οι Φράγκοι εγκατέστησαν την ηγεμονία τους στην Ελλάδα ακολούθησαν την ίδια μέθοδο όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, δηλαδή χτίζοντας κάστρα στις οχυρές θέσεις σχεδόν κάθε πόλης, χωριού ή λιμανιού που έκριναν πως τους ενδιέφεραν.  Αυτή η τακτική ήταν δύσκολο να φτιάξει το τυπικό μεσαιωνικό Ευρωπαϊκό Μπουργκ (Πόλη-φρούριο), αλλά τουλάχιστον πρόσφερε προστασία στις δυνάμεις κατοχής.  Σε λίγες μόνο θέσεις έγινε κατορθωτή η ίδρυση «Μπούργκ», π.χ. στα Μεστά της Χίου ή σην Παλιά Πόλη της Ρόδου.  Δεν χρειάζεται να επιμείνουμε στο γεγονός πως όλα αυτά τα οχυρωματικά έργα έγιναν καταστρέφοντας τις προϋπάρχουσες Ακροπόλεις που ακόμα αντιστέκονταν υπερήφανα στον Χρόνο και υψώνονταν κοντά σε όλες σχεδόν τις αρχαίες πόλεις του τόπου.  Έχει ειπωθεί πως αν σήμερα έχουμε την ευτυχία να ατενίζουμε την Ακρόπολη της Αθήνας σχεδόν άθικτη, το οφείλουμε στο ότι η Αθήνα ήταν ένα ασήμαντο και τελείως αδιάφορο προς τα συμφέροντα των Φράγκων και Ενετών κατακτητών χωριό καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα μέχρι και πολύ αργότερα.  Αλλιώς μπορεί να είχαμε ένα τερατώδες τείχος στο κέντρο της Αθήνας με ενσωματωμένα σε αυτό όλα τα αριστουργήματα της αρχαίας Ελληνικής Γλυπτικής και Αρχιτεκτονικής!

Έτσι, τον 12ο αιώνα χτίστηκε το φρούριο πάνω στον λόφο της Λάρισσας.  Το Άργος παρέμεινε κάτω από Φράγκικο και Ενετικό ζυγό μέχρι το 1463.  Μετά ήρθε η σειρά των Τούρκων, που κράτησαν το κάστρο και την πόλη μέχρι το 1686 που ο Μοροζίνι ανακατέλαβε το κάστρο για λογαριασμό των Ενετών.  Ο 1976 οι Τούρκοι ξαναπήραν το κάστρο, μέχρι το 1821 που οι επαναστάτες Έλληνες το κατέλαβαν και ελευθέρωσαν την πόλη.

Από τότε η πόλη προσπαθεί να χαράξει, μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα, τον ιστορικό της δρόμο, με την σκληρή εργασία και την προκοπή των κατοίκων της.  Ήδη είναι μεγαλύτερη πόλη και από το Ναύπλιο, που είναι, για ιστορικούς λόγους, η πρωτεύουσα του Νομού.