Αγγλικός Τομέας Ελληνικός Τομέας Εταιρικό Προφίλ Η Φιλοσοφία μας Γνώμες Πελατών Επικοινωνία Email Εργασία Αρχική Σελίδα
Gift Registries Ταξιδιωτικοί Οδηγοί Πολιτισμός
Ταξίδια στο Εξωτερικό
Ελληνικά Νησιά
Προορισμοί
Πιο ΔημοφιλείςΌλη η Ελλάδα
Εύρεση Προορισμού
Εύρεση Ξενοδοχείου
Όνομα
Search
Ήπειρος | Νομός Άρτας | Άρτα

Δημοτικό τραγούδι - Του Γεφυριού της Άρτας

Το να πας ενάντια στο φυσικό νόμο είναι Ύβρις. Το να φτιάξεις γεφύρι πάνω από νερό, σπίτι εκεί που η φύση σου έχει δώσει επίπεδο καλλιεργήσιμο έδαφος, πλοίο που διασχίζει τη θάλασσα είναι Ύβρις. Η Ύβρις απαιτεί εξαγνισμό. Οι ανθρωποθυσίες, και αργότερα η θυσία ζώων είναι το κύριο μέσο εξαγνισμού, από την πιο βαθιά αρχαιότητα μέχρι και τις ημέρες μας.

Ακόμα και σήμερα τα θεμέλια των σπιτιών ραντίζονται με αίμα φρεσκοσφαγμένου κόκκορα, για να στεριώσει το σπίτι. Η ίδια στάση ζωής από την Μυθολογική Ελλάδα μέχρι και σήμερα. Πώς να στεριώσεις γεφύρι χωρίς ανθρωποθυσία; "Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει". Αλλά όχι θυσία όποιου-όποιου, θυσία εκείνου που διαπράττει την Ύβρη, του Πρωτομάστορα, και αφού αυτό είναι αδύνατο, γιατί χωρίς αυτόν γεφύρι δεν είναι μπορετό να γίνει, θυσία του πιο κοντινού του και πιο αγαπητού του προσώπου, της λυγερής γυναίκας του. "και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα".

Αυτό είναι το λαογραφικό, ιστορικό, ψυχολογικό, κοσμοθεωρητικό υπόβαθρο του Δημοτικού μας Τραγουδιού  "Του Γεφυριού της Άρτας". Μια και είμαστε στην Άρτα, ας το απολαύσουμε ακόμα μια φορά.

Του Γεφυριού της Άρτας

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύριν εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιρολογούν οι μάστορες και κλαιν οι μαθητάδες.
"Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται."

"Πουλάκι εδιάβη κι έκατσεν, αντίκρυ στο ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα:"
Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
που έρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα.

"Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι.
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
"Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι.

"Να τηνε κι εμφανίστηκε από την άσπρη στράτα.
Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
"Γειά σας χαρά σας μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τί έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργομισμένος;"
"Το δαχτυλίδι του 'πεσε στην πρώτη την καμάρα
και ποιός να μπει και ποιός να βγει, το δαχτυλίδι να 'βρει;"
"Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά' σ' το φέρω,
εγώ να μπω, εγώ να βγω, το δαχτυλίδι να 'βρω.

"Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση πήγε.
"Τράβα καλέ μ' τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,
τι όλον κόσμο ανάγειρα και τίποτας δεν βρήκα.
"Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.

"Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρεις αδερφάδες ήμαστε κι οι τρεις κακογραμμένες.
Η μια 'χτισε το Δούναβη κι η άλλη τον Αφράτη
κι εγώ η πιο στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι
κι ως τρέμουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες."

"Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
που 'χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει.
"Κι αυτή το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει."
Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι
κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
'τί έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.